- συντράπεζον
- συντράπεζοςmessmatemasc/fem acc sgσυντράπεζοςmessmateneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυντράπεζον — συντράπεζον , συντράπεζος messmate masc/fem acc sg συντράπεζον , συντράπεζος messmate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντράπεζος — ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Α ομοτράπεζος αρχ. φρ. «βίον ἔχω συντράπεζον» συζώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ἐπι τράπεζος] … Dictionary of Greek